Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Εσείς τι τρώτε στα party;;;


                                                      εικόνα από: www.iupui.edu

  Αναμφισβήτητα, όλοι μας γνωρίζουμε τις μικρές και ανθυγιεινές λιχουδιές, όπως τα γαριδάκια, τα πατατάκια, τα δρακουλίνια, τα πακοτίνια, τα ποπ-κορν, τις σοκολάτες, τα γλειφιτζούρια, τις καραμέλες, τα πιτσίνια, τα φουντούνια, τα pringles, τα ντορίτος... Οι τροφές αυτές καταναλώνονται κυρίως σε party ή σε συνάξεις φίλων. Είναι γνωστή, άλλωστε, η τάση του λαού μας να συνδυάζει την καλή παρέα με τη συνοδεία φαγητού.
     Όλα καλά μέχρι εδώ. Τι θα γίνει όμως, σε περίπτωση που ερωτηθούμε πώς λέγονται όλα τα ανωτέρω με μια λέξη; Σε ποιο είδος ανήκουν; Για παράδειγμα, η μπανάνα, το μήλο, το πορτοκάλι ονομάζονται όλα μαζί με μια λέξη "φρούτα". Τα πατατάκια, τα δρακουλίνια, τα πιτσίνια, πού εντάσσονται; Μπορούμε φυσικά να τα πούμε "σνακς" και ίσως η λέξη αυτή είναι η πιο αντιπροσωπευτική τους ονομασία. Πρόκειται όμως για λέξη ξενικής προέλευσης, που σταδιακά ενσωματώθηκε και στη δική μας γλώσσα, όπως συμβαίνει και με πολλές άλλες λέξεις. Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε αν υπάρχει και κάποια ελληνική λέξη για τα επονομαζόμενα σνακς. Ή μήπως η εμφάνιση των τροφίμων αυτών είναι τόσο μεταγενέστερη που τους δόθηκε εξ αρχής ξενική ονομασία;  Κι αν είναι τόσο μεταγενέστερη, οι παλιοί άνθρωποι, οι παππούδες μας, όταν αναφέρονται σε αυτά, τα ονομάζουν "σνακς"; Κάτι τέτοιο ακούγεται μάλλον απίθανο, ειδικά αν συνδυάσουμε και τη συνήθη άρνηση των ηλικιωμένων ανθρώπων απέναντι στο καινούργιο.
       Στο χωριό Γιαννιτσού της Φθιώτιδας, μεγάλωσα λέγοντας όλα αυτά τα βρώσιμα είδη "χασμούσια". Τόσο φυσιολογικό είναι αυτό για τους Γιαννιτσιώτες και για κάποιους Λαμιώτες, που προσωπικά νόμιζα πως η λέξη αυτή δε είναι διαλεκτική και πως όλοι οι Έλληνες τη χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τα σνακς. Βέβαια, όταν είσαι μικρός, θεωρείς κάποια πράγματα δεδομένα και δε σου κάνουν εντύπωση. Τώρα που μεγάλωσα, σκέφτομαι πως ακόμα και από την προφορά θα έπρεπε να καταλάβω πως κάτι συμβαίνει. Κανόνας είναι πως το "σ" πριν από το "μ" προφέρεται ως "ζ". Όπως στις λέξεις σμαράγδι, σμήνος, άσμα κ.λπ. Στα "χασμούσια" το "σ" παραμένει έτσι στην προφορά και δε γίνεται ηχηρό "ζ". Επίσης, η λέξη δε φαίνεται να έχει ετυμολογική συγγένεια με κάποια γνωστή ελληνική λέξη. Ίσως, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως έχει σχέση με το "χασομεράω", που σημαίνει "περνώ την ώρα μου άσκοπα", "χαζεύω", διότι τα τρόφιμα αυτά καταναλώνονται κυρίως όταν κάποιος είναι χαλαρός και έχει χρόνο. Τίποτα όμως δεν είναι βέβαιο.
        Ερχόμενη στην Αθήνα και διαπιστώνοντας πως κανείς δε γνωρίζει τη λέξη "χασμούσια", άρχισα να ρωτάω τους άλλους πώς περιγράφουν εκείνοι τα βρώσιμα αυτά είδη με μια λέξη. Η πιο συχνή απάντηση; "Σκατολοΐδια" ή "σκατολογίδια". Γνωρίζοντας την ετυμολογία της λέξης αυτής, μπορούμε να προσθέσουμε άλλο ένα στοιχείο στη λίστα μας, που δείχνει ότι ίσως η ετυμολογία της λέξης "χασμούσια" που υποθέσαμε, είναι σωστή, καθώς και η λέξη "σκατολοΐδια" δείχνει μια κατά κάποιον τρόπο υποτίμηση προς αυτό το είδος, ότι δηλαδή δεν είναι κάτι σημαντικό, όπως ακριβώς και το ρήμα "χασομεράω". Αυτά όμως είναι όλα απλώς υποθέσεις. Τίποτα δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά.
        Μια άλλη λέξη για την περιγραφή των σνακς είναι η λέξη "πασμαγούδια", την οποία εγώ άκουσα για πρώτη φορά και μάλιστα, μου την είπε άνθρωπος που μένει στα Σπάτα, εδώ στην Αττική. Γι' αυτή τη λέξη, ίσως μπορεί κανείς να υποθέσει πως η προέλευσή της είναι αρβανίτικη, καθώς πολλοί Αρβανίτες έμεναν στην περιοχή των Σπάτων. Μήπως λοιπόν και η λέξη "χασμούσια" είναι αλβανική; Διότι πολλοί Αλβανοί κατοικούσαν κάποτε στη Λαμία.
        Για τίποτε δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Το σίγουρο είναι πως απλά, καθημερινά και μέχρι κάποια στιγμή αυτονόητα πράγματα, ορισμένες φορές αποδεικνύονται όχι και τόσο αυτονόητα και η έρευνα πάνω σε τέτοια ζητήματα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Eδώ φαίνεται πώς μια απλή λέξη μπορεί μέσα από μεθοδική έρευνα να μας κάνει να εξάγουμε συμπεράσματα για το λαό μας...